ποδοκυλώ

ποδοκυλώ
ποδοκύλησα, κυλώ κάτι με τα πόδια, ποδοπατώ, κλοτσώ: Έφερε το βαρέλι ποδοκυλώντάς το. – Τον ποδοκύλησε το άλογο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποδοκυλώ — άω, Ν 1. σπρώχνω ή κλοτσώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια και τόν κάνω να κυλίσει («κρατεί τα δυο κεφάλια... τώρα τα πέταξε στη γη και τα ποδοκυλάει», Βαλαωρ.) 2. αφήνω κάτι να σέρνεται στο χώμα και να λερώνεται («τό ποδοκύλησες το παλτό σου») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ποδοκυλισιά — η, Ν το να ποδοκυλάει κάποιος κάτι ή κάποιον μια φορά («έχει φάει πολλές ποδοκυλισιές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αορ. τού ποδοκυλώ + κατάλ. ιά (πρβλ. απελπισ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ποδοκύλημα — το, Ν [ποδοκυλώ] 1. το να κυλάει κάποιος κάτι ή κάποιον στο έδαφος με κλοτσιές 2. η πρόκληση ζημιάς ή λερώματος από αδιαφορία 3. μτφ. η ηθική μείωση …   Dictionary of Greek

  • ποδοκύλισμα — το, Ν το ποδοκύλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοκυλώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ποδοκύλισμα — ποδοκύλισμα, το και ποδοκύλημα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ποδοκυλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”